- βησσήεις
- βησσήειςofmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
βησσήεις — βησσήεις, εσσα, εν (Α) [βήσσα]·1. αυτός που ανήκει σε δασωμένο φαράγγι 2. ο όμοιος με βήσσα … Dictionary of Greek
βησσήεντα — βησσήεις of neut nom/voc/acc pl βησσήεις of masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βησσήεντος — βησσήεις of masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)